κοριτσίστικος

κοριτσίστικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κορίτσι: Αυτά είναι κοριτσίστικα καμώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοριτσίστικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος, θεατριν ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • αηδονίστικος — η, ο αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αηδόνι, ο αηδονήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάλ. ίστικος κατά το σχήμα κορίτσι κοριτσίστικος κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κορικός — ή, ό (Α κορικός, ή, όν) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη τού ματιού («κορικός υμένας») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • κουρώδης — κουρώδης, ῶδες (Α) [κούρος (Ι)] νεανικός, κοριτσίστικος («κουρώδεα μολπήν», Αυσ.) …   Dictionary of Greek

  • παρθένειος — και ποιητ. τ. παρθενήϊος, ον, Α [παρθένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές… …   Dictionary of Greek

  • παρθένιος — I Έλληνας ποιητής του 1ου αι. π.Χ. από τη Νίκαια. Το 73 π.Χ. είχε αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους στον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη και είχε οδηγηθεί στη Ρώμη. Όταν τον άφησαν ελεύθερο, εργάστηκε εκεί και στη Νάπολη ως δάσκαλος. Στη Νάπολη είχε… …   Dictionary of Greek

  • παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… …   Dictionary of Greek

  • πωλικός — ή, όν, Α [πῶλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια 2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.) 3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος 4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» άρμα που σύρεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”